- χειροτεχνικός
- η , ό[ν]1) ручной работы, кустарный; 2) ремесленный; 3) ист. мануфактурный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροτεχνικός — skilful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικός — ή, ό / χειροτεχνικός, ή, όν, ΝΑ [χειροτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο») νεοελλ. μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές,… … Dictionary of Greek
χειροτεχνικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειροτεχνία ή στο χειροτέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτεχνικῶν — χειροτεχνικός skilful fem gen pl χειροτεχνικός skilful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικαῖς — χειροτεχνικός skilful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικαί — χειροτεχνικός skilful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικωτάτους — χειροτεχνικός skilful masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικῆς — χειροτεχνικός skilful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικῶς — χειροτεχνικός skilful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτεχνικώς — Α επίρρ. βλ. χειροτεχνικός … Dictionary of Greek